κίφος

κίφος
κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *σκίφος με απώλεια τού σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίφος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιφίνιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα ἐκ φοίνικος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος), πρβλ. και σκιφατόμος] …   Dictionary of Greek

  • σκιφατόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει κλαδιά φοίνικα για την κατασκευή στεφανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος) + τόμος (< τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • k̂iph- —     k̂iph     English meaning: a small twig or root     Deutsche Übersetzung: “dũnner biegsamer Zweig or Wurzelteil”?     Material: O.Ind. siphü “dũnne root, rod”; Gk. messenisch κίφος n. “στέφανος”; at most also Ltv. sipsna ‘strong rod”, Lith …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”